«Ένα "ουφ" ανακούφισης βγαίνει από μέσα μου, τώρα που, έπειτα από έναν μήνα, επιτέλους ξεμπέρδεψα με τη βρετανική Δικαιοσύνη. Με πήγαν στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι με τη φωτογραφία που τράβηξα, "θα μπορούσα να προκαλέσω αίσθημα φόβου ή άγχους στους γύρω μου"! Τελικά αυτήν την ταραχή την υπέστημεν εγώ και η οικογένειά μου, που είδε απρόσμενα να με συλλαμβάνουν και να μου περνούν χειροπέδες...».
Δυο-τρία «κλικ» τού στοίχισαν ακριβά. Ούτε που το φανταζόταν ο 53χρονος υπάλληλος της Ολυμπιακής, λάτρης της καλλιτεχνικής φωτογραφίας, κ. Περικλής Αντωνίου πως στη διάρκεια των πρόσφατων πασχαλινών οικογενειακών διακοπών του στο Λονδίνο θα ήταν υποχρεωμένος, τη Μεγάλη Πέμπτη, να περάσει το κατώφλι ενός Αστυνομικού Τμήματος και να διανυκτερεύσει σε κελί! «Ακούγεται ίσως ασήμαντο, αλλά, στα καλά καθούμενα, να μένεις ένα ολόκληρο βράδυ πίσω από τα σίδερα, να σε τρέχουν στα δικαστήρια και να πρέπει να ξαναπάς στην Αγγλία για να δικαστείς, προσωπικά το θεωρώ μιαν αναίτια ταλαιπωρία.
Είναι ο μεγαλύτερος εξευτελισμός για έναν άνθρωπο να τον οδηγούν σιδηροδέσμιο στην κλούβα, ό,τι πιο ατιμωτικό μπορεί να ζήσει κανείς, ειδικά όταν ξέρει πως δεν έχει υποπέσει στο παραμικρό αδίκημα...», λέει στα «ΝΕΑ», άρτι αφιχθείς και πάλι από τη βρετανική πρωτεύουσα, «καθαρός» πια από την κατηγορία που τον βάρυνε, ότι φωτογράφισε μέσα στο λονδρέζικο Μετρό μια 17χρονη- που φαινόταν ωστόσο ενήλικη κοπέλα.
«Κατά τη διαδρομή, συνεπαρμένος από το ενδιαφέρον του θέματος, έβγαζα ορισμένες γενικές φωτογραφίες από το κοινό, όταν μια κυρία διαμαρτυρήθηκε επειδή θεώρησε ότι φωτογράφιζα την κόρη της. Αμέσως, όπως παγίως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις και όπως επιτάσσει η διεθνής φωτογραφική πρακτική και ηθική, ζήτησα συγγνώμη, επέδειξα τις φωτογραφίες που είχα βγάλει και διέγραψα ενώπιόν της αυτές στις οποίες συμπεριλαμβανόταν η κόρη της.
Και ενώ θεωρούσα το επεισόδιο λήξαν, άγνωστός μου επιβάτης με ακολούθησε στην έξοδο του Μετρό και με την πρώτη ευκαιρία προσέγγισε διερχόμενους αστυνομικούς, δήλωσε πατέρας της ανήλικης και ζήτησε τη σύλληψή μου!», περιγράφει και στην τρισέλιδη επιστολή διαμαρτυρίας που απέστειλε στον Βρετανό πρέσβη στην Ελλάδα. Το μαρτύριο. Από τότε άρχισε όπως λέει και το μαρτύριό του, βίωσε για ένα εικοσιτετράωρο στο πετσί του την αυθαιρεσία της βρετανικής αστυνομίας.
«Με πήγαν στις δώδεκα το μεσημέρι στο Τμήμα και βγήκα από το δικαστήριο την επομένη, Μεγάλη Παρασκευή, στη μιάμιση, αφού πρώτα ορίστηκε δικάσιμος για τις 18 Μαΐου. Καθ΄ όλη την προηγούμενη νύχτα, ωστόσο, παρέμεινα σε συνθήκες αυστηρής απομόνωσης, στο κρατητήριο εννοείται πως δεν κοιμήθηκα.
Έστω κι αν τήρησαν τα δικαιώματά μου και μου όρισαν δικηγόρο, σε όλα τα υπόλοιπα οι Βρετανοί ήταν, για ένα τέτοιο "αδίκημα", υπερβολικοί: όπως και σε κάθε άλλον εγκληματία, μου πήραν μέχρι και τη ζώνη και τα παπούτσια με τα κορδόνια μου, προκειμένου να μην... αυτοκτονήσω! Ούτε μου επέτρεψαν να επικοινωνήσω με τη γυναίκα και τον γιο μου που με συνόδευαν· αντιθέτως, μου αφαίρεσαν κι όλα τα προσωπικά αντικείμενα, το ρολόι και τη μηχανή μου. Όλα αυτά χωρίς μέχρι τότε να μου έχει απαγγελθεί οποιαδήποτε κατηγορία ή να ενημερώσουν για το παραμικρό τους οικείους μου. Αυτοί έσπευσαν να πληροφορήσουν για την κράτησή μου τις εκεί ελληνικές διπλωματικές αρχές, που ευτυχώς στάθηκαν στο πλευρό μου, φρόντισαν και για διερμηνέα...», θυμάται.
Μόλις την περασμένη Δευτέρα ο κ. Αντωνίου κατάφερε να πάρει...συγχωροχάρτι, να αφήσει πια πίσω του, όπως λέει, και την οργή που ένιωσε για την αδικία που εντελώς απρόσμενα βίωσε. «Τελικά δεν έγινε καν δικαστήριο. Ο δικηγόρος που ανέλαβε την υπεράσπισή μου ζήτησε από τον εισαγγελέα να αποσύρει την κατηγορία, γιατί τη θεωρούσε τελείως αβάσιμη, έως γελοία.
Πράγματι, έπειτα από μία ώρα που ζήτησε για να το σκεφτεί, ο τελευταίος, ως λογικός άνθρωπος, την απέσυρε και είπε πως με θεωρεί αθώο. Δίκη δεν χρειάστηκε να γίνει, οι βρετανικές αρχές αναγνώρισαν πως με ταλαιπώρησαν άδικα, ουσιαστικά μου ζήτησαν συγγνώμη, ανέλαβαν αυτές κι όλα τα έξοδα, δικαστικά και ταξιδιωτικά, μου επέστρεψαν και τη μηχανή μου.
Για μένα, βέβαια, όλο αυτό περισσότερο κόστισε σε συναίσθημα, στενοχώρια. Το ίδιο και στην οικογένεια και τους φίλους μας, που έζησαν από κοντά όλα αυτά τα εντελώς παράλογα. Για ένα αδίκημα που, βάσει της αγγλικής νομοθεσίας, επισύρει μόνο πρόστιμο, συνήθως 100-150 λίρες, εγώ- και χωρίς να φταίω- πλήρωσα ψυχικά· στην πραγματικότητα μου κόστισε πολύ πιο ακριβά...».
Στο πλευρό του αυτό το διάστημα ο Περικλής Αντωνίου είχε και απλούς Βρετανούς πολίτες, που έμαθαν, μέσω Ελλήνων, για την περιπέτειά του στη χώρα τους. «Στο Λονδίνο θα ξαναπάω, δεν έχω τίποτε με τους ανθρώπους εκεί.
Για την ακρίβεια, μπορώ να πω ότι τους συμπάθησα και περισσότερο, καθώς αρκετοί από αυτούς επέδειξαν αλληλεγγύη, κινητοποιήθηκαν και επικοινώνησαν μαζί μου, ήταν κάτι το συγκλονιστικό! Ειδικά ένας από αυτούς, που είδε τις φωτογραφίες μου μέσω του site μου στο Ίντερνετ, μου τηλεφώνησε και μου είπε πόσο ντρέπεται που η βρετανική αστυνομία έφτασε σε αυτό το σημείο. Κατάλαβε πως δεν είμαι εγώ από τους φωτογράφους παπαράτσι: ήρθε από την επαρχία, μάλιστα, για να παραστεί ως μάρτυρας στη δίκη μου!», σημειώνει.
Ο ίδιος μάλιστα προβληματίστηκε, όπως λέει, και για κάτι άλλο στον έναν μήνα της λονδρέζικης περιπέτειάς του: «Καθώς είχα μαζί μου και τον έφηβο γιο μου, σκεφτόμουν τους Έλληνες νέους, μετά και τα γεγονότα του Δεκεμβρίου με την Ελληνική Αστυνομία. Αναρωτιόμουν αν όλα αυτά που είδε το παιδί μου να μου συμβαίνουν, ήταν ίσως και η χαριστική βολή για να διαμορφώσει αντικοινωνική άποψη εναντίον της Αστυνομίας». Μεσαίωνας. Στο μυαλό μου είχα και την έφηβη αυτή κοπέλα του Μετρό, ως μέλος μιας οικογένειας που ζει με τέτοιες προκαταλήψεις, με τόσο τρόμο, σε εποχές Μεσαίωνα...», υποστηρίζει. Ο ίδιος επιμένει στην ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης, με σεβασμό όμως προς τον φωτογραφιζόμενο.
«Όταν πηγαίνεις σε μια ξένη χώρα ως τουρίστας, λογικό είναι να φωτογραφίζεις τα τοπία και τους ανθρώπους της, τον λαό της σε μια γενική άποψη. Όπως εμείς οι φωτογράφοι έχουμε το δικαίωμα να φωτογραφίζουμε οτιδήποτε σε δημόσιο χώρο, έτσι κι εγώ αναγνωρίζω το δικαίωμα οποιουδήποτε πολίτη να ενοχλείται από τον φακό μας. Αλλά περιστατικά σαν κι αυτό που μου συνέβη θεωρώ πως δεν έχουν καμία θέση στη σημερινή εποχή, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για Ευρωπαίους πολίτες, της Ε.Ε. Η ένστασή μου, λοιπόν, αφορά την υπερβολή των Άγγλων αστυνομικών, τη μειωτική στάση τους απέναντί μου, σε μια κυριολεκτικά αστήρικτη, εξωφρενική υπόθεση, ανίκανη να στοιχειοθετήσει μιαν αστεία κατηγορία...».