Η λευκή γιαγιά του Ομπάμα (φωτογρ.) πέθανε λίγο πριν ανοίξουν οι κάλπες. Ήταν η γυναίκα που τον είχε μεγαλώσει από τα 10 του, σύμφωνα με τις δικές της αρχές καταπώς είχε δηλώσει, αρχές μιας γυναίκας από το Κάνσας η οποία είχε δουλέψει πολύ σκληρά στη ζωή της και είχε στερηθεί διάφορες καταναλωτικές χαρές για το χατίρι του εγγονού της.
Και μάλλον θα τον είχε πληγώσει όταν κάποτε δήλωσε, ίσως της ξέφυγε, ότι φοβάται καμιά φορά στον δρόμο όταν την προσπερνούν μαύροι άνδρες. Πάντως καλά τον διαχειρίστηκε τον φόβο της ο Ομπάμα, δεν του έκοψε τα πόδια. Κι εκείνη πάλι, ωραία τον πάλεψε και τον φόβο αυτόν και τις άλλες προκαταλήψεις που σίγουρα θα είχε, μεγαλώνοντας με στερήσεις το μαύρο εγγόνι.
Και μάλλον θα τον είχε πληγώσει όταν κάποτε δήλωσε, ίσως της ξέφυγε, ότι φοβάται καμιά φορά στον δρόμο όταν την προσπερνούν μαύροι άνδρες. Πάντως καλά τον διαχειρίστηκε τον φόβο της ο Ομπάμα, δεν του έκοψε τα πόδια. Κι εκείνη πάλι, ωραία τον πάλεψε και τον φόβο αυτόν και τις άλλες προκαταλήψεις που σίγουρα θα είχε, μεγαλώνοντας με στερήσεις το μαύρο εγγόνι.
Δεν είναι οι άνθρωποι εκ γενετής άνετοι και γενναιόδωροι, δεν μεγαλώνουν με τα βασικά άρθρα περί ισότητας στην καρδιά τους, μπορούν να το παλέψουν ωστόσο, και με την πάλη αυτή αλλάζουν τον κόσμο.
Γιατί υπάρχουν παππούδες και γιαγιάδες που δυσκολεύονται να δεχθούν τα εγγόνια τους από μεικτούς γάμους, αρνούνται να τα βάλουν με τις προκαταλήψεις τους, τις θεωρούν αιώνιες αλήθειες και καταδικάζουν μικρά παιδιά να μεγαλώνουν με μια απόρριψη που τα πληγώνει σε ανυπολόγιστο βάθος.
Ο κόσμος αλλάζει όσο τον αλλάζει ο καθένας μόνος του, γύρω του όσο μπορεί, και μέσα του όσο αντέχει. Αν οι δυο αυτοί παππούδες, ο βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η κλητήρας που κατάφερε να γίνει διευθύντρια τράπεζας, είχαν μείνει κολλημένοι στους φόβους τους, ο κόσμος θα είχε μείνει πολύ πίσω.
Ο κόσμος άλλαξε με τη στάση τους, με την υπέρβαση που έκαναν, όπως αλλάζει με την υπέρβαση που μπορούν να κάνουν όλοι όσοι τυχεροί έχουν την ευκαιρία. Αναδημοσιευση απο ΤΑΝΕΑ