Να ‘μαστε πίσω στη βάση μας λοιπόν, μετά από πέντε εβδομάδες στην Ελλάδα και έξι εβδομάδες μακρυά από τον μαγικό κόσμο του ιντερνετ.
Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε τόσος καιρός..
Και ούτε που κατάλαβα πώς, τόσες εβδομάδες στην Ελλάδα, δεν βρήκα μια ώρα καιρό να ανοίξω τον υπολογιστή της μαμάς μου- ούτε ένα βράδυ. Τί να πεις, διακοπές..
Πέρασαν λοιπόν οι διακοπές και για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, μ’έχει πιάσει μελαγχολία. Συνήθως περιμένω πώς και πώς να γυρίσω σπίτι- σχεδόν όσο περιμένω πώς και πώς να φύγω για κάτω.
Αλλά κάτι ο καιρός ο μελαγχολικός, κάτι η κούραση και το κρύο, καθώς και η συνειδητοποίηση οτί θα ήταν καλά να είχα ακόμη περισσότερο χρόνο- πέντε εβδομάδες πέρασαν και δε βγήκα ούτε μια βόλτα με το μηχανάκι, δεν πήγα στα “Παραμύθια” να δω τη Νατάσα ένα βράδυ, δε βγήκα έξω το βράδυ αλλά ούτε και το πρωί για καφέ, δεν έπεξα ένα τάβλι με τον μπαμπά μου και δεν ήπια ούτε μια ρετσίνα.
Βέβαια έφαγα είκοσι γύρους, τρία κεφαλάκια ( δύο ψητά και ένα σούπα, και για πρώτη φορά ένα είχε και κέρατα!!), τρία χταπόδια, μία σουπιά, δύο αχινούς και πολλά ακόμα ουζομεζεδικά, μπακαλιάρο σκορδαλιά δύο φορές, και βέβαια ήπια του κόσμου τα τσίπουρα και εκλεκτά δραμινά κρασιά. Ολα αυτά βέβαια, και σε συνδυασμό με την ξάπλα στην αιώρα κάτω από τις καρυδιές, και την ανάγνωση όλων των “Γαστρονόμων” και “Gourmet” της περασμένης χρονιάς, είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, το να μη μου κάνει δηλαδή ούτε ένα παντελόνι.
Αλλά ας είναι.. διακοπές, Ελλάδα, και καλοκαίρι, σημαίνουν διαφορετικά πράματα για τον καθέναν μας. Για μένα σημαίνουν οικογένεια, παλιούς φίλους, καλό φαΐ και πιοτό, μουχαμπέτι, ξάπλες στην αιώρα και περιοδικά μαγειρικής, “παράθυρα” στις ειδήσεις τα βράδυα που δεν τα χορταίνω με τίποτα, και ζέστη, πολλή ζέστη, κουνούπια και σκυλάδικα να μπαίνουν το βράδυ απ’το παράθυρο, και την γλυκιά μελαγχολία του αποχωρισμού.