Τόσα χρόνια τώρα στην Αγγλία και, παρ’όλο που μου λείπουν κάποιες από τις Ελληνικές λιχουδιές, δεν το κάνω και θέμα. Μου στέλνει η μαμά μου πότε πότε κανένα παστέλι, και μου κρατάει ένα τσουρέκι από το Πάσχα στην κατάψυξη για το καλοκαίρι. Και όταν πάμε με το καλό, μου κάνει πίτες, σούπα κεφαλάκι και αγκινάρες που εδώ δε βρίσκω.
Τώρα όμως που τα παιδιά μεγαλώνουν, σκέφτομαι, πρέπει και γω να αρχίσω να κάνω και τίποτα από όλα αυτά τα παραδοσιακά- είναι που είναι Εγγλεζάκια τα παιδιά μου και τρώνε marmite με ψωμί, και ο Αρης ότι βρει στο πιάτο του το κάνει σάντουιτς, ακόμα και τα μακαρόνια, και τις φακές!
Τελευταία στιγμή λοιπόν, είπα στην αδερφή μου να μου στείλει ένα φακελάκι μπογιά για να βάψουμε αυγά, και μου έβαλε μέσα και ένα σακουλάκι μαχλέπι, μια που ακόμα δεν έχω μάθει πώς θα μπορούσα να το ζητήσω εδώ. Κακουλέ, όταν ανακάλυψα οτί έτσι λένε το κάρδαμο, απλώς κατέβασα από το ράφι της κουζίνας.
Συνταγή όμως δεν είχα, κατέβασα κάποιες από το ιντερνετ αλλά δεν τις τύπωσα, η μαμά μου έφυγε στην Ισπανία για τις γιορτές και η αδερφή μου δεν απαντούσε ως συνήθως στο τηλέφωνο, η Χρύσα Παραδείση που έχω από παλιά, εκδόσεως 1963 τα μετράει όλα με “φλυτζάνια” και δεν είναι μόνο που μπερδεύομαι- τί φλυτζάνι, πόσο μεγάλο κτλ, ήθελε και δέκα φλυτζάνια αλεύρι! Την ψιλιάστηκα και γω οτι τα δέκα φλυτζάνια θα επαρκούν για κανένα λόχο, και αποφάσισα να κάνω ένα συνδυασμό από διάφορες συνταγές, κυρίως μεταξύ Παραδείση και Dan Leopard, που γράφει για ζαχαροπλαστική στην Guardian. Εκανα λοιπόν ένα fusion ανάμεσα σε brioche με έξτρα βούτυρο ανακατεμένο με τα μπαχαρικά, πάλι μπερδεύτικα, κουράστικα, να τα ζυμώσω, να τα αφήσω, και μετά λέει πχ “μέχρι να έχετε μια μαλακή ζύμη” και σκέφτεσαι: είναι άραγε αρκετά μαλακή η ζύμη μου? Μήπως παραμαλάκεψε?
Χαμός. Τελικά, για να μη τα πολυλογώ, κατάφερα να κάνω αυτό που έλεγε η συνταγή: ένα σούπερ βουτηράτο μπριός, με μαχλέπι και κακουλέ, και προς το άγλυκό του. Μου βγήκαν δύο κομμάτια, και δεν άρεσαν ούτε στον Ανθονυ ούτε στα παιδιά, και τελικά τα έφαγα μόνη μου και τα δύο, μια που εμένα, παρ’όλο που δεν ήτανε τέλεια, μου θύμισαν κάτι από τα παλιά, και το σπίτι μύρισε κάρδαμο και σουσαμάκι.
Ούτε αυγά κατάφερα να βάψω σωστά, μια που τα μισά μου έσπασαν στο βράσιμο. Σώθηκαν περίπου τα μισά, και τα βάψαμε αυτά. Παλιοζωή. Ταλαιπωρία.
Για άλλη μια φορά κάθομαι και αναλογίζομαι το πόσα πολλά έκαμνε πάντα η μαμά μου για μας, και νά τα τσουρέκια, και να τα αυγά, και οι μαγειρίτσες και οι σούβλες.
Εμείς ακόμα, τίποτα! Τελικά εδέησε και η Χριστίνα να σηκώσει το τηλέφωνο, και αποκαλύφθηκε το ότι αυτή δεν έκανε τελικά τσουρέκια!! Και γω που περίμενα να ανταλλάξουμε συμβουλές..
Τώρα λέω, θα κρατήσω σημειώσεις για το μέλλον: λιγότερο βούτυρο και περισσότερη ζάχαρη. Και γυρνάει όπου να’ναι και η μαμά μου από Ισπανία, και θα μου δώσει τη συνταγή, και του χρόνου τέτοιον καιρό, πάλι απ’την αρχή!